- ἀνθοφόρα
- ἀνθοφόροςbearing flowersneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθοφόρα — (anthophora). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των μελισσιδών ή απιδών. Έχουν μήκος γύρω στο 1 εκ. και το ίδιο μέγεθος με την κοινή μέλισσα. Φέρουν τρίχες στο σώμα τους, οι οποίες τα υποβοηθούν να συλλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια.… … Dictionary of Greek
δεντρομολόχα — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό με την επιστημονική ονομασία αλθαία η ροδίνη. Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Με τις μεθόδους της επιλογής και της διασταύρωσης έχει δημιουργηθεί πλήθος ανθοκομικών ποικιλιών, με… … Dictionary of Greek
ακρογαμία — η Βοτ. ένας τρόπος γονιμοποιήσεως σε φανερόγαμα φυτά, δηλαδή στα ανώτερα ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακρο (Ι) + γαμία < γάμος, πρβλ. αγγλ. acrogamy] … Dictionary of Greek
ανθοσκεπής — ές 1. ο σκεπασμένος με λουλούδια 2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
κνιφοφία — Πολυετής ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι κ. η ουβαρίατρίτομα η ουβαρία. Η κ. έχει πολλά σπαθοειδή, παράρριζα φύλλα, που σχηματίζουν τούφα, από το κέντρο της οποίας… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek